ήλιος

ήλιος
ήλιος ο
прям. , перен., солнце:

ο ήλιος της δικαιοσύνης (ο Χριστός) Солнце правды (Христос)

Этим.
< дргр. ήλιος / αέλιος «солнце» < σαFέλιος < инд. sawel «солнце», сравните с санскр. sura, лат. sol, англ. sun, рус. солнце

Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко). 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "ήλιος" в других словарях:

  • Ἥλιος — masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἥλιος — sun masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ήλιος — (Ηelianthus annus). Μονοετές φυτό της οικογένειας των δικοτυλήδονων συνθέτων. Η επιστημονική του ονομασία είναι ηλίανθος ο ετήσιος. Κατάγεται από την Κεντρική Αμερική, αλλά διαδόθηκε και καλλιεργείται σε διάφορες χώρες κυρίως για τον εδώδιμο… …   Dictionary of Greek

  • ήλιος του μεσονυκτίου — Όρος με τον οποίο εκφράζεται, με κάπως ποιητικό τρόπο, η 24ωρη παρουσία φωτός στις δύο πολικές περιοχές της Γης επί έξι ολόκληρους μήνες κάθε χρόνο. Ο ήλιος του μεσονυκτίου, όπως φαίνεται από το Μπόντε της Νορβηγίας …   Dictionary of Greek

  • Ήλιος — ο 1. αυτόφωτο απλανές ουράνιο σώμα που κατέχει το κέντρο του πλανητικού μας συστήματος: Μια περιφορά της Γης γύρω από τον Ήλιο διαρκεί ένα έτος. 2. κάθε παρόμοιο αστέρι: Στο σύμπαν υπάρχουν αμέτρητοι ήλιοι. 3. το φυτό ηλίανθος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ἤλιος — Ἦλις fem gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Χώρην γε οὐδεμίαν κατόψεται ἥλιος, ὁμουρέοσαν τῇ ἡμέτερῃ. — χώρην γε οὐδεμίαν κατόψεται ἥλιος, ὁμουρέοσαν τῇ ἡμέτερῃ. См. Солнце не заходит в моем государстве …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ἠέλιον — Ἥλιος masc/fem acc sg (epic) Ἥλιος neut nom/voc/acc sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἡλίω — Ἥλιος masc/fem/neut nom/voc/acc dual Ἥλιος masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡλίω — ἥλιος sun masc nom/voc/acc dual ἥλιος sun masc gen sg (doric aeolic) ἡλιόω live in the sun imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) ἡλιόω live in the sun pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) ἡλιόω live in the sun imperf ind act 3rd sg (doric… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἡέλιον — Ἥλιος masc/fem acc sg (epic) Ἥλιος neut nom/voc/acc sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»